φλερτ

φλερτ
το άκλ. флирт, заигрывание; кокетничанье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φλερτ" в других словарях:

  • φλερτ — το άκλ. (λ. αγγλ.), χαριτολόγηση, ερωτοτροπία, κόρτε: Πριν παντρευτεί είχε πολλά φλερτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλέρτ — το, Ν ερωτοτροπία, κόρτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < flirt, λ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • κορτάρισμα — και κορτετζάρισμα, το [κορτάρω] το κόρτε, η ερωτοτροπία, το φλερτ …   Dictionary of Greek

  • κόρτε — (I) το 1. ερωτοτροπία, φλερτ 2. φρ. «κάνω κόρτε» α) ερωτοτροπώ, φλερτάρω β) βλέπω κάτι με πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corte «βασιλική αυλή» στην έκφραση fare la corte «συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω»]. (II) κόρτε, ἡ (Μ) η Αυλή, το σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • φλερτάρω — Ν ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλερτ + ρηματ. κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ερβιέ, Πολ — (PaulHervieu, Νεϊγί σιρ Σεν 1857 – Παρίσι 1915). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά δημοσίευσε σατιρικά μυθιστορήματα, καυτηριάζοντας την παριζιάνικη αριστοκρατική κοινωνία. Μερικά από αυτά είναι: Η παρισινή κτηνωδία (1883), Ο άγνωστος (1886), Φλερτ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • κορτάρισμα — το, ατος ερωτοτροπία, φλερτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρτε — το (λ. ιταλ.), φλερτ, ερωτοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»